αμφήμερος πυρετός

αμφήμερος πυρετός
ἀμφήμερος πυρετός, ο (Α)
βλ. αμφημερινός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμφημερινός — ἀμφημερινὸς και ἀμφήμερος πυρετός, ο (Α) καθημερινός (σε αντίθ. προς τα τριταῖος, τεταρταῖος). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἀμφημερινὸς < ἀμφ(ι) * + ἡμερινὸς < ἡμέρα και ο τ. ἀμφήμερος < ἀμφ(ι) * + ήμερος < ἡμέρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”